- σελεστίτης
- ο, Ν(ορυκτ.) βλ. σελεστίνης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σελεστίνης — και σελεστίτης, ο, Ν (ορυκτ.) θειικό ορυκτό τού στροντίου, που έχει παρόμοιες ιδιότητες με τον βαρύτη, αλλά είναι λιγότερο διαδεδομένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. celestine / celestite < λατ. coelestis «ουράνιος, θεσπέσιος»] … Dictionary of Greek